Γονιμότητα και ηλικία
Ο μέσος όρος ηλικίας που οι γυναίκες αποκτούν το πρώτο τους παιδί αυξάνεται με την πάροδο των χρόνων.
Ωστόσο, μεγαλώνοντας οι γυναίκες αποκτούν προβλήματα υπογονιμότητας, ενώ το 1/3 των γυναικών άνω των 35 αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τεκνοποίηση.
Ποιότητα και ποσότητα ωαρίων
Μεγαλώνοντας, οι πιθανότητες εγκυμοσύνης μειώνονται. Στα 30, η πιθανότητα να μείνετε έγκυος με φυσιολογικό τρόπο είναι περίπου 20% κάθε μήνα, ενώ στα 40 πέφτει στο 5%. Επιπλέον, οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες είναι πιθανότερο να αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας που να επηρεάζουν τη γονιμότητά τους.
Η ποιότητα και η ποσότητα των ωαρίων μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Οι πιθανότητες εγκυμοσύνης μειώνονται, καθώς τα ωάρια στις ωοθήκες μειώνονται και η ποιότητά τους είναι χαμηλότερη σε σχέση με αυτή που ήταν σε νεότερη ηλικία. Η ποιότητα και η ποσότητα των ωαρίων ξεκινά να μειώνεται στην ηλικία των 30, και επιταχύνεται από τα 40 και μετά.
Η έμμηνος ρύση και η ωορρηξία της γυναίκας μπορεί να αρχίσει να παρουσιάζει ανωμαλίες καθώς μεγαλώνει, με αποτέλεσμα να αποκτήσει προβλήματα υπογονιμότητας.
Ανωμαλίες στα ωάρια και αποβολές
Μεγαλώνοντας, τα ωάρια που βρίσκονται στις ωοθήκες είναι πιθανότερο να παρουσιάσουν ανωμαλίες στα χρωμοσώματά τους. Οι ανωμαλίες αυτές μειώνουν τις πιθανότητες επιτυχούς εγκυμοσύνης και αυξάνουν τις πιθανότητες αποβολών. Περίπου το 50% των αποβολών οφείλονται σε τέτοιου είδους ανωμαλίες.
Ο κίνδυνος αποβολής γίνεται μεγαλύτερος με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με έρευνες, μια γυναίκα κάτω των 30 ετών έχει 5% πιθανότητες να αποβάλει. Στα 35-39 η πιθανότητα αυξάνεται στο 16%, ενώ από τα 44 έως τα 46 η πιθανότητα αποβολής αγγίζει το 60%.
Αυτά τα προβλήματα γονιμότητας είναι αλληλένδετα. Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής λόγω της αύξησης των χρωμοσωμικών ανωμαλιών στα ωάριά τους. Επιπλέον, τα χαμηλότερης ποιότητας ωάρια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να οδηγήσουν σε αποβολή.
Τι είναι η Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση;
Προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD) είναι μια εργαστηριακή διαδικασία που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) για τον έλεγχο ενός γονιδίου που μπορεί να προκαλέσει γενετικές διαταραχές με στόχο την γέννηση υγιών τέκνων. Είναι μια συγκεκριμένη δοκιμή που προσφέρεται στους ασθενείς οι οποίοι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο μετάδοσης γνωστής γενετικής διαταραχής στο παιδί τους. Με τη μέθοδο PGD, οι οικογένειες που επλήγησαν από οποιαδήποτε κληρονομική ασθένεια μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο ότι τα παιδιά τους θα υποφέρουν από αυτή την γενετική διαταραχή.
Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση είναι επίσης μια επιλογή για τις οικογένειες που αναζητούν ένα δότη μυελού των οστών – μπορούν να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν την PGD και την εξωσωματική γονιμοποίηση για να συλλάβουν ένα παιδί που μπορεί να δώσει τα βλαστικά κύτταρα που ταιριάζουν.
Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση χρησιμοποιείται πιο συχνά από ζευγάρια που διατρέχουν τον κίνδυνο μετάδοσης κληρονομικών γενετικών ασθενειών στα έμβρυα τους. Ο γιατρός γονιμότητας ξέρει τις οικογενειακές νόσους που έχουν οι γονείς και βρίσκονται σε κίνδυνο μετάδοσης και χρησιμοποιεί την μέθοδο PGD για τη διάγνωση ενός εμβρύου ως φορέας μιας συγκεκριμένης γενετικής μετάλλαξης που συνδέεται με αυτές τις ασθένειες.
Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD) μας δίνει μια εικόνα για τα ελαττώματα ενός γονιδίου που μπορεί να προκαλέσει γενετικές ανωμαλίες. Μερικές από αυτές τις γενετικές διαταραχές είναι :
- Κυστική ίνωση
- Αιμοφιλία
- Νόσο του Huntington
- Η μυϊκή δυστροφία
- Δρεπανοκυτταρική αναιμία
- Σύνδρομο Marfan
- Νόσος Tay-Sachs