Δείκτης πρόωρης εμμηνόπαυσης
Gita Mishra, et. Al. 2017.Marker of early or premature menopause. Fsa Update Autumn 2017 , Newletter of the Fertility Society of Australia, Vol.87,p.11.
Παγκόσμια έρευνα έδειξε ότι γυναίκες που εμφάνισαν την πρώτη τους περίοδο στην ηλικία των 11 ετών ή νεότερη, έχουν αυξημένο κίνδυνο για πρόωρη εμμηνόπαυση και αν δεν αποκτήσουν παιδιά ο κίνδυνος αυξάνεται πολύ περισσότερο.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Human Reproduction, περιλαμβάνοντας 51.450 γυναίκες σε 9 μελέτες από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Σκανδιναβία, την Αυστραλία και την Ιαπωνία.
Η μελέτη απέδειξε ότι σε γυναίκες που η περίοδος τους ξεκίνησε στην ηλικία των 11 ετών ή σε νεότερη, είχαν 80% υψηλότερο κίνδυνο να “ζήσουν” μια πρόωρη εμμηνόπαυση πριν την ηλικία των 40 ετών και 30% υψηλότερο κίνδυνο εμμηνόπαυσης μεταξύ 40-44 ετών, όταν συγκρίνονταν με γυναίκες που η πρώτη τους περίοδος εμφανίστηκε μεταξύ των 12 και 13 ετών.
Γυναίκες που ποτέ δεν έμειναν έγκυες ή που δεν είχαν ποτέ παιδιά, είχαν 2 φορές περισσότερο κίνδυνο πρόωρης εμμηνόπαυσης και 30% αυξημένη πιθανότητα εμμηνόπαυσης νωρίτερα των 45 ετών. Ο κίνδυνος αυξάνεται ακόμα περισσότερο για γυναίκες των οποίων η περίοδος ξεκίνησε νωρίς και δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Η πρόωρη εμμηνόπαυση αυξάνεται 5 φορές και 2 φορές αντίστοιχα συγκρίνοντας γυναίκες που είχαν την πρώτη τους περίοδο στην ηλικία των 12 ετών ή μεγαλύτερες και είχαν 2 ή περισσότερα παιδιά.
Εάν τα ευρήματα από τη μελέτη ήταν ενσωματωμένα στις κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες για παροχή συμβουλών για γυναίκες χωρίς παιδία σε ηλικίες γύρω των 35 ετών που είχαν την πρώτη τους περίοδο στην ηλικία των 11 ετών ή νεότερη, οι γιατροί θα μπορούσαν να αποκτήσουν εργαλεία προκειμένου να προετοιμάσουν αυτές τις γυναίκες για την πιθανότητα πρόωρης εμμηνόπαυσης.
Όταν αξιολογηθεί ο κίνδυνος της πρόωρης εμμηνόπαυσης, οι γιατροί θα μπορούν να συμπεριλάβουν στο αναπαραγωγικό ιστορικό αυτών των γυναικών παράγοντες του τρόπου ζωής τους, όπως το κάπνισμα, και να επικεντρωθούν πιο αποτελεσματικά στα μηνύματα υγείας κυρίως για γυναίκες που είναι σε υψηλότερο κίνδυνο. Επιπλέον, θα μπορούν να συμπεριλάβουν πρόσφατες στρατηγικές για πρόληψη και ανίχνευση καταστάσεων που συνδέονται με πρόωρη εμμηνόπαυση, όπως καρδιακές παθήσεις.
Οι περισσότερες γυναίκες της μελέτης γεννήθηκαν πριν το 1960, με τα 2/3 να έχουν γεννηθεί μεταξύ 1930 και 1949. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, οι γνώσεις ήταν λιγότερες, δεν υπήρχαν προηγμένες θεραπείες για την αναπαραγωγή και οι γυναίκες έτειναν να εμφανίζουν την πρώτη τους περίοδο σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, σε σχέση με τα πιο πρόσφατα χρόνια (14% είχε εμμηναρχή στην ηλικία των 11 ετών, συγκρίνοντας με το 18% των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1990). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επικεντρωθούμε στην τρέχουσα γενιά των νέων γυναικών και σε γυναίκες μέσης ηλικίας.
Είναι επίσης πιθανό να δούμε μια υψηλότερη επικράτηση της πρόωρης εμμηνόπαυσης για την τρέχουσα γενιά των γυναικών και αναπαραγωγικές αγωγές που σήμερα μπορούν να κάνουν ικανές τις γυναίκες να αποκτήσουν παιδιά, ενώ τα προηγούμενα έτη δεν αποκτούσαν παιδιά. Σ’ αυτή τη μελέτη μόνο το 12% των γυναικών δεν απέκτησαν παιδιά. Είναι πιθανό να μην απέκτησαν παιδιά εξαιτίας ωοθηκικών προβλημάτων(δηλαδή πρόωρης εμμηνόπαυσης).
Γυναίκες που βρίσκονταν σε αναπαραγωγική ηλικία με υψηλά αναπαραγωγικά ποσοστά και δεν απέκτησαν παιδιά, αντανακλά βαθύτερα προβλήματα γονιμότητας που με τη σειρά τους οδηγούν σε πρόωρη εμμηνόπαυση.
Γενικά γνωρίζουμε ότι οι γυναίκες που δεν μένουν έγκυες έχουν μια πρόωρη εμμηνόπαυση σε σχέση με τις γυναίκες που αποκτούν παιδιά. Είναι επίσης η περίπτωση όπου οι πιο κοινοί παράγοντες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη σχέση και την επίδραση της γονιμότητας. Αυτό κυμαίνεται από γενετικούς μέχρι περιβαλλοντικούς παράγοντες στην παιδική ηλικία όπως η παχυσαρκία, το ψυχοκοινωνικό άγχος και το κοινωνικό περιβάλλον.
Το μήνυμα που πρέπει να λάβει ο καθένας μας είτε από αυτή, είτε από παρόμοιες μελέτες είναι να σκεφτεί τη στιγμή της εμμηνόπαυσης ως βιολογικό δείκτη αναπαραγωγικής ηλικίας ο οποίος έχει επιπλοκές στην υγεία και κινδύνους για χρόνιες ασθένειες. Έτσι αν θέλουμε να βελτιώσουμε τα αποτελέσματα στην υγεία, θα πρέπει να σκεφτούμε τους παράγοντες κινδύνου καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής μιας γυναίκας, από τα πρώτα χρόνια και την ηλικία που εμφανίστηκε η πρώτη περίοδος, μέσω της αναπαραγωγικής της ηλικίας και της εμμηνόπαυσης.